λογάριθμος
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | λογάριθμος | οι | λογάριθμοι |
| γενική | του | λογάριθμου & λογαρίθμου |
των | λογάριθμων & λογαρίθμων |
| αιτιατική | τον | λογάριθμο | τους | λογάριθμους & λογαρίθμους |
| κλητική | λογάριθμε | λογάριθμοι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λογάριθμος < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική logarithm < αρχαία ελληνική λόγος + ἀριθμός
Προφορά
- ΔΦΑ : /loˈɣa.ɾi.θmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λο‐γά‐ριθ‐μος
- παλιότερος συλλαβισμός : λο‐γά‐ρι‐θμος
Ουσιαστικό
λογάριθμος αρσενικό
- (μαθηματικά) μέθοδος παρουσίασης και ορισμού ενός αριθμού όπου λογάριθμος είναι o εκθέτης ή δύναμη στην οποία πρέπει να υψωθεί ένας άλλος αριθμός που είναι η βάση μας, για να πάρουμε ως αποτέλεσμα τον ζητούμενο αριθμό
- ↪ Παράδειγμα: Έχουμε συγκεκριμένο αριθμό ως βάση το 10. Γυρεύουμε το 1.000. Ο λογάριθμος που χρειαζόμαστε είναι το 3: 103 = 10x10x10 = 1.000
- ↪ λογάριθμος ενός αριθμού είναι η δύναμη στην οποία πρέπει να υψωθεί ένας δεδομένος αριθμός (που λέγεται βάση) ώστε να παραχθεί ο αριθμός . Γράφεται: . Μαθηματική διατύπωση: . Εξ ορισμού ισχύει: .
- συντομογραφία: log, (σπάνια στα ελληνικά: λογ)
Σημειώσεις
- Επινοήθηκε από τον σκοτσέζο μαθηματικό Τζον Νάπιερ (John Napier) το 1614.
Συνώνυμα
Συγγενικά
-
λογάριθμος στη Βικιπαίδεια

- Logarithm, εικόνες στα Wikimedia Commons
- εκθετική συνάρτηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.