ιδεολόγος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | ιδεολόγος | οι | ιδεολόγοι |
| γενική | του/της | ιδεολόγου | των | ιδεολόγων |
| αιτιατική | τον/την | ιδεολόγο | τους/τις | ιδεολόγους |
| κλητική | ιδεολόγε | ιδεολόγοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ιδεολόγος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική idéologue < idée + -ologue < αρχαία ελληνική ἰδέα (< ἰδεῖν) ιδεο- + -λόγος
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.ðe.oˈlo.ɣos/
Συγγενικά
- ιδεολόγημα
- ιδεολογία
- ιδεολογικοπολιτικός
- ιδεολογικά
- ιδεολογικός
- → δείτε τις λέξεις ιδέα και λέγω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.