-λογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η -λογία οι -λογίες
      γενική της -λογίας των -λογιών
    αιτιατική τη(ν) -λογία τις -λογίες
     κλητική -λογία -λογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

-λογία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -λογία < -λόγος < λόγος (μελέτη) [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /loˈʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -λογία

Επίθημα

-λογία θηλυκό

Σύνθετα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

-λογία < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -λογία < -λόγος < λόγος

Επίθημα

-λογία θηλυκό

  • δεύτερο συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει
    1. την ενέργεια ρημάτων σε -λογῶ
      ἀργολογῶ (φλυαρώ)> ἀργολογία (φλυαρία)
    2. την ιδιότητα ουσιαστικών σε -λoγος
      εὐμορφόλογος > εὐμορφολογία (αστεϊσμός)
    3. τη μελέτη, την ενασχόληση με αυτό που δηλώνει το πρώτο συνθετικό
      μετρολογία, θεολογία

Σύνθετα

  • Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με επίθημα -λογία στο Βικιλεξικό
  • %λογία -  Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].

Συγγενικά



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική -λογί αἱ -λογίαι
      γενική τῆς -λογίᾱς τῶν -λογιῶν
      δοτική τῇ -λογί ταῖς -λογίαις
    αιτιατική τὴν -λογίᾱν τὰς -λογίᾱς
     κλητική ! -λογί -λογίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  -λογί
γεν-δοτ τοῖν  -λογίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

-λογία < -λόγος < λόγος (μελέτη)
  • για τη σημασία «συλλέγω» < λέγω (στη σημασία: συλλέγω)

Επίθημα

-λογία θηλυκό

  • δεύτερο συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει
    1. την ενέργεια ρημάτων σε -λογέω στη σημασία «λέω, μιλώ»
      κακολογέω > κακολογία
      ἀπολογέομαι > ἀπολογία
      (ελληνιστική σημασία) την ενέργεια ρημάτων σε -λογέω στη σημασία «συλλέγω, μαζεύω»
      ἀνθολογέω (μαζεύω λουλούδια) > ἀνθολογία
    2. τη μελέτη, την ενασχόληση με αυτό που δηλώνει το πρώτο συνθετικό
      μετεωρολογία, ὀστεολογία

Σύνθετα

  • Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -λογία στο Βικιλεξικό
  • Λέξεις -λογία @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.