διαλογικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διαλογικός | η | διαλογική | το | διαλογικό |
| γενική | του | διαλογικού | της | διαλογικής | του | διαλογικού |
| αιτιατική | τον | διαλογικό | τη | διαλογική | το | διαλογικό |
| κλητική | διαλογικέ | διαλογική | διαλογικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διαλογικοί | οι | διαλογικές | τα | διαλογικά |
| γενική | των | διαλογικών | των | διαλογικών | των | διαλογικών |
| αιτιατική | τους | διαλογικούς | τις | διαλογικές | τα | διαλογικά |
| κλητική | διαλογικοί | διαλογικές | διαλογικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διαλογικός < διάλογ(ος) + -ικός
Μεταφράσεις
διαλογικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.