κατάλογος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κατάλογος οι κατάλογοι
      γενική του καταλόγου
& κατάλογου
των καταλόγων
    αιτιατική τον κατάλογο τους καταλόγους
     κλητική κατάλογε κατάλογοι
Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κατάλογος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κατάλογος (εγγραφή) < κατά + λέγω, κατά- + -λογος, (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική liste[1]
όρος πληροφορικής < απόδοση για την αγγλική directory

Προφορά

ΔΦΑ : /kaˈta.lo.ɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κατάλογος

Ουσιαστικό

κατάλογος αρσενικό

  1. σειρά ομοειδών στοιχείων (ονομάτων, αντικειμένων, ειδών προς πώληση κ.λπ.)
    κατάλογος προϊόντων
  2. το υλικό μέσο στο οποίο έχει καταγραφεί μία σειρά ομοειδών στοιχείων
  3. (πληροφορική) directory: δομή δεδομένων σε αποθηκευτικό μέσο (πχ. σκληρό δίσκο) που περιέχει αρχεία. Ο όρος κατάλογος (αρχείων) χρησιμοποιείται συνήθως στα περιβάλλοντα γραμμής εντολής (CLI), σε αντίθεση με το συνώνυμο φάκελος, που χρησιμοποιείται στα γραφικά περιβάλλοντα
     συνώνυμα: φάκελος

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.