ολιγόλογος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ολιγόλογος η ολιγόλογη το ολιγόλογο
      γενική του ολιγόλογου της ολιγόλογης του ολιγόλογου
    αιτιατική τον ολιγόλογο την ολιγόλογη το ολιγόλογο
     κλητική ολιγόλογε ολιγόλογη ολιγόλογο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ολιγόλογοι οι ολιγόλογες τα ολιγόλογα
      γενική των ολιγόλογων των ολιγόλογων των ολιγόλογων
    αιτιατική τους ολιγόλογους τις ολιγόλογες τα ολιγόλογα
     κλητική ολιγόλογοι ολιγόλογες ολιγόλογα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ολιγόλογος < ολίγος + -ο- + λόγος

Προφορά

ΔΦΑ : /o.liˈɣo.lo.ɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λιγόλογος

Επίθετο

ολιγόλογος, -η, -ο

  1. που εκφράζεται με λίγα λόγια, λακωνικός
    ολιγόλογο μήνυμα
  2. που έχει την τάση να μη μιλάει πολύ, που προτιμά να μένει σιωπηλός

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.