λογογράφος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λογογράφος οι λογογράφοι
      γενική του λογογράφου των λογογράφων
    αιτιατική τον λογογράφο τους λογογράφους
     κλητική λογογράφε λογογράφοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λογογράφος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λογογράφος. Μορφολογικά αναλύεται σε λογο- + -γράφος.

Ουσιαστικό

λογογράφος αρσενικό

  1. (επάγγελμα) που γράφει λόγους για άλλους
  2. (ιστορία στην αρχαιότητα) συγγραφέας που έγραφε σε πεζό λόγο· ειδικότερα χρησιμοποιείται για τους 'Ιωνες συγγραφείς πριν τον Ηρόδοτο
  3. (στην αρχαιότητα) αυτός που έγραφε κατ' επάγγελμα λόγους για να εκφωνηθούν από τους διαδίκους κατά τη διάρκεια μιας δίκης

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική λογογράφος οἱ λογογράφοι
      γενική τοῦ λογογράφου τῶν λογογράφων
      δοτική τῷ λογογράφ τοῖς λογογράφοις
    αιτιατική τὸν λογογράφον τοὺς λογογράφους
     κλητική ! λογογράφε λογογράφοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λογογράφω
γεν-δοτ τοῖν  λογογράφοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λογογράφος < λογο- + -γράφος


  • ζητούμενο λήμμα


Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.