λογογράφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | λογογράφος | οι | λογογράφοι |
| γενική | του | λογογράφου | των | λογογράφων |
| αιτιατική | τον | λογογράφο | τους | λογογράφους |
| κλητική | λογογράφε | λογογράφοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λογογράφος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λογογράφος. Μορφολογικά αναλύεται σε λογο- + -γράφος.
Ουσιαστικό
λογογράφος αρσενικό
- (επάγγελμα) που γράφει λόγους για άλλους
- (ιστορία στην αρχαιότητα) συγγραφέας που έγραφε σε πεζό λόγο· ειδικότερα χρησιμοποιείται για τους 'Ιωνες συγγραφείς πριν τον Ηρόδοτο
- (στην αρχαιότητα) αυτός που έγραφε κατ' επάγγελμα λόγους για να εκφωνηθούν από τους διαδίκους κατά τη διάρκεια μιας δίκης
Συγγενικά
- λογογράφημα
- λογογραφία
- λογογραφικός
- λογογραφώ
- → δείτε τις λέξεις λόγος και γράφω
Μεταφράσεις
Πηγές
- λογογράφος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- λογογράφος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | λογογράφος | οἱ | λογογράφοι |
| γενική | τοῦ | λογογράφου | τῶν | λογογράφων |
| δοτική | τῷ | λογογράφῳ | τοῖς | λογογράφοις |
| αιτιατική | τὸν | λογογράφον | τοὺς | λογογράφους |
| κλητική ὦ! | λογογράφε | λογογράφοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λογογράφω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | λογογράφοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Πηγές
- λογογράφος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λογογράφος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.