μονόλογος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μονόλογος οι μονόλογοι
      γενική του μονόλογου
& μονολόγου
των μονόλογων
& μονολόγων
    αιτιατική τον μονόλογο τους μονόλογους
& μονολόγους
     κλητική μονόλογε μονόλογοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μονόλογος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική monologue < αρχαία ελληνική μόνος + λόγος < λέγω

Προφορά

ΔΦΑ : /moˈno.lo.ɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μονόλογος

Ουσιαστικό

μονόλογος αρσενικό

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.