πεζογραφία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πεζογραφία οι πεζογραφίες
      γενική της πεζογραφίας των πεζογραφιών
    αιτιατική την πεζογραφία τις πεζογραφίες
     κλητική πεζογραφία πεζογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πεζογραφία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πεζογραφία < πεζογράφος < αρχαία ελληνική πεζός + γράφω. Μορφολογικά αναλύεται σε πεζο- + -γραφία

Προφορά

ΔΦΑ : /pe.zo.ɣɾaˈfi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πεζογραφία

Ουσιαστικό

πεζογραφία θηλυκό

  1. (φιλολογία, λογοτεχνία) η τέχνη του πεζού λόγου
     συνώνυμα: πρόζα
     αντώνυμα: ποίηση
  2. το σύνολο λογοτεχνικών έργων ενός συγγραφέα, μιας σχολής, μιας χώρας κ.λπ.
    η νεοελληνική πεζογραφία

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πεζογραφί αἱ πεζογραφίαι
      γενική τῆς πεζογραφίᾱς τῶν πεζογραφιῶν
      δοτική τῇ πεζογραφί ταῖς πεζογραφίαις
    αιτιατική τὴν πεζογραφίᾱν τὰς πεζογραφίᾱς
     κλητική ! πεζογραφί πεζογραφίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πεζογραφί
γεν-δοτ τοῖν  πεζογραφίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πεζογραφία (ελληνιστική κοινή) < πεζογράφ(ος) + -ία < αρχαία ελληνική πεζός + γράφω. Μορφολογικά αναλύεται σε πεζο- + -γραφία

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.