καφές

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καφές οι καφέδες
      γενική του καφέ των καφέδων
    αιτιατική τον καφέ τους καφέδες
     κλητική καφέ καφέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Καβουρδισμένος καφές.
Φυτεία καφέ.
Μια κούπα με καφέ.

Ετυμολογία

καφές < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική قهوه (kahve) (τουρκική kahve) < αραβική قَهْوَة (qahwah)

Ουσιαστικό

καφές αρσενικό

  1. οι σπόροι του καφεόδεντρου
    εκλεκτοί κόκκοι καφέ
      Κοσμηματοπωλεία, παλαιοπωλεία, υφασματοπωλεία, μαγαζιά που πουλούσαν πολύχρωμες μαντίλες, άλλα με δερμάτινα ρούχα και τζιν, με διακοσμητικά πήλινα πιάτα τοίχου, με πλεχτές τσάντες, χριστιανικές εικόνες, γκραβούρες με τοπία της Πόλης, τάβλια, πολύχρωμες λάμπες, πολυελαίους και φανάρια· υπήρχαν και καφενεία, ζαχαροπλαστεία με μπακλαβαδάκια, τουλούμπες, σεκέρ παρέ, κανταΐφια, κόκκους καφέ και λουκούμια με ροδέλαιο. Όλα τα καλά του κόσμου.
    (Χρύσα Σπυροπούλου (2015). Το μυστήριο της Κωνσταντινούπολης. Ελλάδα: Εκδόσεις Καστανιώτη, ISBN: 9789600358797, @google.books)
  2. (συνεκδοχικά) το ίδιο το καφεόδεντρο
    εργάτες σε φυτεία καφέ
  3. (συνεκδοχικά) η ποσότητα των ομώνυμων σπόρων που (μετά από ειδική επεξεργασία, κυρίως ψήσιμο και άλεσμα) είναι κατάλληλη για βράσιμο και πόση
    Μου αρέσει ο φρεσκοκομμένος καφές, διότι είναι πιο μυρωδάτος.
  4. (καφές) το ρόφημα που παρασκευάζεται από τους αλεσμένους σπόρους του καφέ. Ονομάζεται ανάλογα με τον τρόπο παρασκευής ή τη χώρα προέλευσης των σπόρων
    καφές φίλτρου / γλυκύβραστος / σκέτος / εσπρέσσο
    ελληνικός καφές / γαλλικός / γερμανικός καφές
  5. (συνεκδοχικά) η ποσότητα μιας δόσης καφέ, που συνήθως υπολογίζεται με μία κούπα ή με ένα φλιτζάνι του ροφήματος
    Έχω ανάγκη δύο καφέδες το πρωί για να ξυπνήσω.

Συνώνυμα

  • καφφές (παρωχημένη γραφή)

Εκφράσεις

  • καραβίσιος καφές: ακριβός καφές -σαν αυτόν που σερβίρεται στα καράβια, ή κακός προχειροφτιαγμένος καφές
  • καφές της παρηγοριάς: ο καφές που σερβίρεται μετά από κηδεία ή μνημόσυνο // (ειρωνικά) λέγεται ως σχόλιο για τον καφέ που πίνει κάποιος μετά από κάτι δυσάρεστο
  • λέω τον καφέ: κάνω προβλέψεις για το μέλλον κάποιου μελετώντας το κατακάθι του ελληνικού καφέ που έχει πιει
  • τον πίνει τον καφέ: υποδηλώνει ομοφυλόφιλο[1]
     συνώνυμα: το πάει το γράμμα (και το φέρνει)

εκφράσεις για τον ελληνικό καφέ

Συγγενικά

επώνυμα:

 δείτε και Καβετζής και Καφετζιάν

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Ηλίας Πετρόπουλος (2019), Παροιμίες του υποκόσμου. Αθήνα: Νεφέλη (1η έκδοση: 2002). ISBN 960-211-657-9, σελ. 17.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.