καφέ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καφέ < (άμεσο δάνειο) γαλλική café
Επίθετο
καφέ άκλιτο
- που έχει το χρώμα του καφέ
- πού είναι τα καφέ παπούτσια μου;
- ≈ συνώνυμα: καφετής, καστανός, καστανωπός
Ουσιαστικό
.jpg.webp)
τραπέζι σε βιενέζικο καφέ
καφέ ουδέτερο άκλιτο
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη καφές
- καστανοκόκκινο
- καφέ ο λε
- μπεζ
Πολυλεκτικοί όροι
Μεταφράσεις
χρώμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.