καφέ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καφέ < (άμεσο δάνειο) γαλλική café

Επίθετο

καφέ άκλιτο

Ουσιαστικό

τραπέζι σε βιενέζικο καφέ

καφέ ουδέτερο άκλιτο

  1. (χρώμα) το χρώμα του καφέ
    καφέ (χρώμα):   
     συνώνυμα: καφετί, καστανό
  2. καφετέρια, κατάστημα που σερβίρει καφέ, αναψυκτικά κ.λπ, καφενείο αλλά όχι παραδοσιακό

Συγγενικά

  • καστανοκόκκινο
  • καφέ ο λε
  • μπεζ

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

καφέ αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.