Καφετζόπουλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Καφετζόπουλος | οι | Καφετζόπουλοι & Καφετζοπουλαίοι1 |
| γενική | του | Καφετζόπουλου & Καφετζοπούλου |
των | Καφετζόπουλων2 & Καφετζοπουλαίων |
| αιτιατική | τον | Καφετζόπουλο | τους | Καφετζόπουλους3 & Καφετζοπουλαίους |
| κλητική | Καφετζόπουλε | Καφετζόπουλοι & Καφετζοπουλαίοι | ||
| 1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι. 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Καφετζοπούλων 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Καφετζοπούλους | ||||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Καφετζόπουλος < + -όπουλος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Kaphetzopoulos
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.