ντελβές
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ντελβές | οι | ντελβέδες |
| γενική | του | ντελβέ | των | ντελβέδων |
| αιτιατική | τον | ντελβέ | τους | ντελβέδες |
| κλητική | ντελβέ | ντελβέδες | ||
| Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ντελβές < (άμεσο δάνειο) τουρκική telve με ηχηροποίηση [t]>[d] από τη συμπροφορά της αιτιατικής: τον τελβέ [ton telve > tondelve > ton delve][1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /delˈves/
Εκφράσεις
- ντελβέδες του ντουνιά
Μεταφράσεις
ντελβές
Αναφορές
- ντελβές - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.