πόση
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpo.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πό‐ση
Ετυμολογία 1
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πόση | οι | πόσεις |
| γενική | της | πόσης* | των | πόσεων |
| αιτιατική | την | πόση | τις | πόσεις |
| κλητική | πόση | πόσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, πόσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- πόση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πό(σις) + -ση < πίνω
Ουσιαστικό
πόση θηλυκό
- η ενέργεια του ρήματος πίνω
- ※ Δὲν παίρνει μόνον ἄρματα φονικά, δοξάρια καὶ σαγίτες, σπαθιὰ καὶ ἀπελατίκια· μὰ καὶ τροφές βρώση καὶ πόση γιὰ ξεγέλασμα. Παίρνει κρέατα – βόδια ὁλάκερα· παίρνει ψωμιὰ – φούρνους ἀδαπάνητους· παίρνει κρασιὰ – βαρέλια χιλιοστέφανα.
- Ανδρέας Καρκαβίτσας, Λόγια της Πλώρης (1924), «Το βασιλόπουλο»
- ※ Δὲν παίρνει μόνον ἄρματα φονικά, δοξάρια καὶ σαγίτες, σπαθιὰ καὶ ἀπελατίκια· μὰ καὶ τροφές βρώση καὶ πόση γιὰ ξεγέλασμα. Παίρνει κρέατα – βόδια ὁλάκερα· παίρνει ψωμιὰ – φούρνους ἀδαπάνητους· παίρνει κρασιὰ – βαρέλια χιλιοστέφανα.
Συγγενικά
Ετυμολογία 2
- πόση: κλιτικός τύπος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.