πολυέλαιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πολυέλαιος | οι | πολυέλαιοι |
| γενική | του | πολυέλαιου & πολυελαίου |
των | πολυέλαιων & πολυελαίων |
| αιτιατική | τον | πολυέλαιο | τους | πολυέλαιους & πολυελαίους |
| κλητική | πολυέλαιε | πολυέλαιοι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /po.liˈe.le.os/
Ουσιαστικό
πολυέλαιος αρσενικό
- πολυτελές φωτιστικό με πολλά κεριά ή ηλεκτρικές λάμπες που κρέμεται από το ταβάνι μεγάλης αίθουσας δημόσιου κτηρίου ή σαλονιού
- ※ Κοσμηματοπωλεία, παλαιοπωλεία, υφασματοπωλεία, μαγαζιά που πουλούσαν πολύχρωμες μαντίλες, άλλα με δερμάτινα ρούχα και τζιν, με διακοσμητικά πήλινα πιάτα τοίχου, με πλεχτές τσάντες, χριστιανικές εικόνες, γκραβούρες με τοπία της Πόλης, τάβλια, πολύχρωμες λάμπες, πολυελαίους και φανάρια· υπήρχαν και καφενεία, ζαχαροπλαστεία με μπακλαβαδάκια, τουλούμπες, σεκέρ παρέ, κανταΐφια, κόκκους καφέ και λουκούμια με ροδέλαιο. Όλα τα καλά του κόσμου.
- (Χρύσα Σπυροπούλου (2015). Το μυστήριο της Κωνσταντινούπολης. Ελλάδα: Εκδόσεις Καστανιώτη, ISBN: 9789600358797, @google.books)
- ※ Κοσμηματοπωλεία, παλαιοπωλεία, υφασματοπωλεία, μαγαζιά που πουλούσαν πολύχρωμες μαντίλες, άλλα με δερμάτινα ρούχα και τζιν, με διακοσμητικά πήλινα πιάτα τοίχου, με πλεχτές τσάντες, χριστιανικές εικόνες, γκραβούρες με τοπία της Πόλης, τάβλια, πολύχρωμες λάμπες, πολυελαίους και φανάρια· υπήρχαν και καφενεία, ζαχαροπλαστεία με μπακλαβαδάκια, τουλούμπες, σεκέρ παρέ, κανταΐφια, κόκκους καφέ και λουκούμια με ροδέλαιο. Όλα τα καλά του κόσμου.
Εκφράσεις
- σιγά τον πολυέλαιο: ειρωνική φράση που λέγεται όταν ακούμε μεγάλα λόγια και υπερβολές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
