πολλά βαρύς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πολλά βαρύς | οι | πολλά βαρείς |
| γενική | του | πολλά βαρύ | — | |
| αιτιατική | τον | πολλά βαρύ | τους | πολλά βαρείς |
| κλητική | πολλά βαρύ | πολλά βαρείς | ||
| Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πολλά βαρύς < → δείτε τη λέξη πολλά (λαϊκότροπο επίρρημα, άκλιτο) και το επίθετο βαρύς
- για τον καφέ < στη μεταφορική του σημασία: πολύ έντονος
- για τον άντρα τον πολλά βαρύ < στη μεταφορική του σημασία: κακοδιάθετος
Προφορά
- ΔΦΑ : /poˈla vaˈɾis/
Έκφραση
πολλά βαρύς αρσενικό
- (καφές) ελληνικός καφές με μεγάλη δόση σκόνης καφέ
- ↪ Φέρε μου έναν μέτριο πολλά βαρύ, ή μάλλον... κάν' τον πολλά βαρύ με ολίγη! (εννοείται: λίγη ζάχαρη)
- εκφράσεις: πολλά βαρύς και όχι
- άνθρωπος κακοδιάθετος, κλειστός τύπος, που δε μιλάει πολύ, που δε σηκώνει πολλά πολλά
- ※ Του άντρα του πολλά βαρύ [γενική πτώση] μην του μιλάτε το πρωί (στίχοι τραγουδιού, στιχουργός: Ερρίκος Θαλασσινός, μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος)
- ≈ συνώνυμα: βαρύ πεπόνι, μπλαζέ, ακατάδεχτος, ξινισμένος, απλησίαστος, απρόσιτος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.