βράσιμο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βράσιμο τα βρασίματα
      γενική του βρασίματος των βρασιμάτων
    αιτιατική το βράσιμο τα βρασίματα
     κλητική βράσιμο βρασίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βράσιμο < βράζω

Ουσιαστικό

βράσιμο ουδέτερο

  • η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του βράζω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.