πλεχτός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πλεχτός η πλεχτή το πλεχτό
      γενική του πλεχτού της πλεχτής του πλεχτού
    αιτιατική τον πλεχτό την πλεχτή το πλεχτό
     κλητική πλεχτέ πλεχτή πλεχτό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πλεχτοί οι πλεχτές τα πλεχτά
      γενική των πλεχτών των πλεχτών των πλεχτών
    αιτιατική τους πλεχτούς τις πλεχτές τα πλεχτά
     κλητική πλεχτοί πλεχτές πλεχτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πλεχτός < κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική πλεκτός με ανομοίωση της άρθρωσης [kt] > [xt]. [1] Συγκρίνετε με το πλεκτός.

Προφορά

ΔΦΑ : /pleˈxtos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πλεχτός

Επίθετο

πλεχτός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.