τζιν

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία 1

τζιν < (άμεσο δάνειο) αγγλική gin

Ουσιαστικό

τζιν ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

τζιν < (άμεσο δάνειο) αγγλική jean
Ρούχα από τζιν.
Ένα τζιν κρεμασμένο ανάποδα.

Ουσιαστικό

τζιν ουδέτερο άκλιτο

  1. βαμβακερό ύφασμα με χαρακτηριστική διαγώνια ύφανση
  2. παντελόνι από τέτοιο ύφασμα, κυρίως το λεγόμενο και μπλουτζίν
      Κοσμηματοπωλεία, παλαιοπωλεία, υφασματοπωλεία, μαγαζιά που πουλούσαν πολύχρωμες μαντίλες, άλλα με δερμάτινα ρούχα και τζιν, με διακοσμητικά πήλινα πιάτα τοίχου, με πλεχτές τσάντες, χριστιανικές εικόνες, γκραβούρες με τοπία της Πόλης, τάβλια, πολύχρωμες λάμπες, πολυελαίους και φανάρια· υπήρχαν και καφενεία, ζαχαροπλαστεία με μπακλαβαδάκια, τουλούμπες, σεκέρ παρέ, κανταΐφια, κόκκους καφέ και λουκούμια με ροδέλαιο. Όλα τα καλά του κόσμου.
    (Χρύσα Σπυροπούλου (2015). Το μυστήριο της Κωνσταντινούπολης. Ελλάδα: Εκδόσεις Καστανιώτη, ISBN: 9789600358797, @google.books)

  • τζην (μη απλοποιημένη)

Επίθετο

τζιν άκλιτο

  • ρούχο, ένδυμα φτιαγμένο από το παραπάνω βαμβακερό ύφασμα
    ήρθε στη γιορτή φορώντας τζιν πουκάμισο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.