μαγαζί

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μαγαζί τα μαγαζιά
      γενική του μαγαζιού των μαγαζιών
    αιτιατική το μαγαζί τα μαγαζιά
     κλητική μαγαζί μαγαζιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαγαζί < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική < βενετική magasín < αραβική مخازن (maḵāzinun), πληθυντικός αριθμός του مخزن (maḵzanun) < خزن (ḵazana)< ρίζα خ ز ن (ḵ-z-n)

Ουσιαστικό

μαγαζί ουδέτερο

Εκφράσεις

Συγγενικά

  • Μαγαζιά (τοπωνύμιο)

Μεταφράσεις



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

μαγαζί < (άμεσο δάνειο) βενετική magasín ( ιταλική magazzino) < αραβική مخازن (maḵāzinun), πληθυντικός αριθμός του مخزن (maḵzanun) < خزن (ḵazana) < ρίζα خ ز ن (ḵ-z-n)

Ουσιαστικό

μαγαζί ουδέτερο

  1. αποθήκη
  2. εργαστήριο
  3. μαγαζί, κατάστημα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.