Καβετζής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Καβετζής | οι | Καβετζήδες |
| γενική | του | Καβετζή | των | Καβετζήδων |
| αιτιατική | τον | Καβετζή | τους | Καβετζήδες |
| κλητική | Καβετζή | Καβετζήδες | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Ραγκαβής (κλίση: μπαλωματής)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Καβετζής < επάγγελμα οθωμανική τουρκική قهوهجی (ḳahveci, καφετζής), στην τουρκική γλώσσα kahveci (και ως επώνυμο Kahveci)
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Kavetzi
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.