καφεϊνισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | καφεϊνισμός | οι | καφεϊνισμοί |
| γενική | του | καφεϊνισμού | των | καφεϊνισμών |
| αιτιατική | τον | καφεϊνισμό | τους | καφεϊνισμούς |
| κλητική | καφεϊνισμέ | καφεϊνισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καφεϊνισμός < καφεΐνη + -ισμός
Ουσιαστικό
καφεϊνισμός αρσενικό
- Δηλητηρίαση που μπορεί να προκληθεί από τους πολλούς καφέδες, λόγω της υψηλής δόσης της καφεΐνης
Μεταφράσεις
καφεϊνισμός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.