κανταΐφι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κανταΐφι τα κανταΐφια
      γενική του κανταϊφιού των κανταϊφιών
    αιτιατική το κανταΐφι τα κανταΐφια
     κλητική κανταΐφι κανταΐφια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κανταΐφι < (άμεσο δάνειο) τουρκική kadayıf + < αραβική قطائف, πληθυντικός του قطيفة

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.daˈi.fi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κανταΐφι
κανταΐφι

Ουσιαστικό

κανταΐφι ουδέτερο

  1. (γαστρονομία) νηματοειδής ζύμη που χρησιμοποιείται κυρίως για την παραγωγή του ομώνυμου γλυκού
  2. (γλυκό) είδος γλυκού του ταψιού
      Κοσμηματοπωλεία, παλαιοπωλεία, υφασματοπωλεία, μαγαζιά που πουλούσαν πολύχρωμες μαντίλες, άλλα με δερμάτινα ρούχα και τζιν, με διακοσμητικά πήλινα πιάτα τοίχου, με πλεχτές τσάντες, χριστιανικές εικόνες, γκραβούρες με τοπία της Πόλης, τάβλια, πολύχρωμες λάμπες, πολυελαίους και φανάρια· υπήρχαν και καφενεία, ζαχαροπλαστεία με μπακλαβαδάκια, τουλούμπες, σεκέρ παρέ, κανταΐφια, κόκκους καφέ και λουκούμια με ροδέλαιο. Όλα τα καλά του κόσμου.
    (Χρύσα Σπυροπούλου (2015). Το μυστήριο της Κωνσταντινούπολης. Ελλάδα: Εκδόσεις Καστανιώτη, ISBN: 9789600358797, @google.books)

  • εκμέκ κανταΐφι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.