καφωδείο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | καφωδείο | τα | καφωδεία |
| γενική | του | καφωδείου | των | καφωδείων |
| αιτιατική | το | καφωδείο | τα | καφωδεία |
| κλητική | καφωδείο | καφωδεία | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καφωδείο < καφές + ωδείο ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική café chantant)
Ουσιαστικό
καφωδείο ουδέτερο
- (παρωχημένο) είδος καφενείου με ζωντανή μουσική (κυρίως λαϊκή ή ρεμπέτικη)
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
καφωδείο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.