κατακάθι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κατακάθι τα κατακάθια
      γενική του κατακαθιού των κατακαθιών
    αιτιατική το κατακάθι τα κατακάθια
     κλητική κατακάθι κατακάθια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κατακάθι < κατακάθομαι

Ουσιαστικό

κατακάθι ουδέτερο

  1. η στερεά ουσία που παραμένει αδιάλυτη σε ένα υγρό και συγκεντρώνεται (κατακάθεται) στον πυθμένα του δοχείου που περιέχει το διάλυμα
  2. (μεταφορικά) άνθρωπος τιποτένιος

Συνώνυμα

Υπώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.