καφεμαντεία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καφεμαντεία | οι | καφεμαντείες |
| γενική | της | καφεμαντείας | των | καφεμαντειών |
| αιτιατική | την | καφεμαντεία | τις | καφεμαντείες |
| κλητική | καφεμαντεία | καφεμαντείες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
καφεμαντεία θηλυκό
Συνώνυμα
- τεϊομαντεία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.