καφεμαντεία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καφεμαντεία οι καφεμαντείες
      γενική της καφεμαντείας των καφεμαντειών
    αιτιατική την καφεμαντεία τις καφεμαντείες
     κλητική καφεμαντεία καφεμαντείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καφεμαντεία < καφ(ές) + -ο- + -μαντεία

Ουσιαστικό

καφεμαντεία θηλυκό

  • προσπάθεια πρόβλεψης του μέλλοντος μέσα από τα ίχνη που αφήνει το κατακάθι του καφέ μέσα στο φλυτζάνι

Συνώνυμα

  • τεϊομαντεία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.