φανάρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | φανάρι | τα | φανάρια |
| γενική | του | φαναριού | των | φαναριών |
| αιτιατική | το | φανάρι | τα | φανάρια |
| κλητική | φανάρι | φανάρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φανάρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική φανάριον, υποκοριστικό < αρχαία ελληνική φανός[1]
.jpg.webp)
Αυτοκίνητο με τα φανάρια του αναμμένα.

Έχει ανάψει το κόκκινο φανάρι για τα οχήματα.

Παλαιού τύπου φανάρι.
Προφορά
- ΔΦΑ : /faˈna.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φα‐νά‐ρι
Ουσιαστικό
φανάρι ουδέτερο
- μικρός φανός ή φως
- Έχουν χαλάσει τα πίσω φανάρια του αυτοκινήτου μου
- τα φώτα, οι σηματοδότες για τη ρύθμιση της κυκλοφορίας
- Περιμένω να ανάψει το φανάρι
- παλιού τύπου, μικρό τετραγωνισμένο φωτιστικό που περιβάλλει τη λάμπα ή την όποια πηγή φωτισμού και έχει μεταλλικό σκελετό στον οποίο στερεώνονται τέσσερα κομμάτια γυαλιού και μία βάση
- ※ Κοσμηματοπωλεία, παλαιοπωλεία, υφασματοπωλεία, μαγαζιά που πουλούσαν πολύχρωμες μαντίλες, άλλα με δερμάτινα ρούχα και τζιν, με διακοσμητικά πήλινα πιάτα τοίχου, με πλεχτές τσάντες, χριστιανικές εικόνες, γκραβούρες με τοπία της Πόλης, τάβλια, πολύχρωμες λάμπες, πολυελαίους και φανάρια· υπήρχαν και καφενεία, ζαχαροπλαστεία με μπακλαβαδάκια, τουλούμπες, σεκέρ παρέ, κανταΐφια, κόκκους καφέ και λουκούμια με ροδέλαιο. Όλα τα καλά του κόσμου.
- (Χρύσα Σπυροπούλου (2015). Το μυστήριο της Κωνσταντινούπολης. Ελλάδα: Εκδόσεις Καστανιώτη, ISBN: 9789600358797, @google.books)
- ※ Κοσμηματοπωλεία, παλαιοπωλεία, υφασματοπωλεία, μαγαζιά που πουλούσαν πολύχρωμες μαντίλες, άλλα με δερμάτινα ρούχα και τζιν, με διακοσμητικά πήλινα πιάτα τοίχου, με πλεχτές τσάντες, χριστιανικές εικόνες, γκραβούρες με τοπία της Πόλης, τάβλια, πολύχρωμες λάμπες, πολυελαίους και φανάρια· υπήρχαν και καφενεία, ζαχαροπλαστεία με μπακλαβαδάκια, τουλούμπες, σεκέρ παρέ, κανταΐφια, κόκκους καφέ και λουκούμια με ροδέλαιο. Όλα τα καλά του κόσμου.
- ο φάρος στη ναυτική γλώσσα
- ※ Περάστε να κάμετε ένα σταυρό, ώσπου ν' ανάψω εγώ το φανάρι του κάβου. (Κωστής Μπαστιάς Καβο-Μαλιάς [διήγημα])
Συνώνυμα
Συγγενικά
- Φανάρης
- φαναράκι
- φαναράς
- φαναράδικο
- Φανάρι (τοπωνύμιο)
- φαναροποιία
- φαναροποιός
- φαναρτζής
- φαναρτζίδικο
- φανοποιία
- φανοποιός
- φανοποιείο
- φανερός
- φανερά
- φανερώνω
- φανερώνομαι
- φανερωμένος
- Φανερωμένη
- φανέρωση
Σύνθετα
- καραβοφάναρο
- κλεφτοφάναρο
- φαναρόψαρο
Εκφράσεις
- κρατάει το φανάρι (για κάποιον που είναι στη συντροφιά ενός ζευγαριού το οποίο δεν του δίνει καμία σημασία, δεν συμμετέχει δηλαδή και απλά παρέχει το φωτισμό)
- Τα κόκκινα φανάρια ήταν ταινία του κινηματογράφου και η φράση σήμαινε τα πορνεία
- (είναι) φως φανάρι: είναι ολοφάνερο, το καταλαβαίνει ο καθένας
- για να βρεις άνθρωπο, πρέπει να τον ψάξεις με το φανάρι (είναι δυσεύρετος δηλαδή, παροιμία από την πρακτική του φιλόσοφου Διογένη του Κυνικού)
- το φανάρι του Διογένη (έτσι ονομάζεται το μνημείο του Λυσικράτη στην Πλάκα, που κάποιοι ονομάζουν μνημείο τιου Δημοσθένη από ένα λάθος του 'Ελγιν)
-
φανάρι στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Αναφορές
- φανάρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.