καφεΐνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καφεΐνη οι καφεΐνες
      γενική της καφεΐνης των καφεϊνών
    αιτιατική την καφεΐνη τις καφεΐνες
     κλητική καφεΐνη καφεΐνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καφεΐνη < (άμεσο δάνειο) γαλλική caféine [1] < café (καφές) + -ine (-ίνη)

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.fe.ˈi.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καφεΐνη

Ουσιαστικό

καφεΐνη θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.