τσάντα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τσάντα οι τσάντες
      γενική της τσάντας των τσαντών
    αιτιατική την τσάντα τις τσάντες
     κλητική τσάντα τσάντες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τσάντα < (άμεσο δάνειο) τουρκική çanta < περσική تنچه (tanče, σακούλα)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈt͡san.da/
ΔΦΑ : /ˈt͡sa.da/ σε γρήγορο λόγο

Ουσιαστικό

τσάντα θηλυκό

Πολυλεκτικοί όροι

  • τσάντα φάκελος

Παράγωγα

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.