καφεκοπτείο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καφεκοπτείο τα καφεκοπτεία
      γενική του καφεκοπτείου των καφεκοπτείων
    αιτιατική το καφεκοπτείο τα καφεκοπτεία
     κλητική καφεκοπτείο καφεκοπτεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καφεκοπτείο < καφεκόπτης + -είο

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.fe.koˈptio/

Ουσιαστικό

καφεκοπτείο ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.