καφενεδάκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | καφενεδάκι | τα | καφενεδάκια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | καφενεδάκι | τα | καφενεδάκια |
| κλητική | καφενεδάκι | καφενεδάκια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καφενεδάκι < (καφενές) καφενεδ- + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.fe.neˈða.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐φε‐νε‐δά‐κι
Ουσιαστικό
καφενεδάκι ουδέτερο
- μικρός ή φτωχικός καφενές
- ※ Για να μη στεκόμαστε μέσα στο δρόμο, μπήκαμε σ' ένα καφενεδάκι. (⌘ Στρατής Τσίρκας, Ακυβέρνητες πολιτείες - Αριάγνη, 1962 [μυθιστόρημα])
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.