καφεδάκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | καφεδάκι | τα | καφεδάκια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | καφεδάκι | τα | καφεδάκια |
| κλητική | καφεδάκι | καφεδάκια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καφεδάκι < καφές
Ουσιαστικό
καφεδάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του καφές
- μικρός καφές. Χρησιμοποιείται σε περίπτωση κυρίως ελληνικού αλλά & espresso, οι οποίοι σερβίρονται σε μικρά φλυτζάνια
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
καφεδάκι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.