καφεοφυτεία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καφεοφυτεία οι καφεοφυτείες
      γενική της καφεοφυτείας των καφεοφυτειών
    αιτιατική την καφεοφυτεία τις καφεοφυτείες
     κλητική καφεοφυτεία καφεοφυτείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
καφεοφυτεία στην Τανζανία

Ετυμολογία

καφεοφυτεία < καφέ(ς) + -ο- + φυτεία

Ουσιαστικό

καφεοφυτεία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.