Πόλη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Πόλη
      γενική της Πόλης
    αιτιατική την Πόλη
     κλητική Πόλη
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpo.li/
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πόλη

Ετυμολογία 1

Πόλη < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Πόλη θηλυκό

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

Πόλη < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Πόλη θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.