σπόρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σπόρος | οι | σπόροι |
| γενική | του | σπόρου | των | σπόρων |
| αιτιατική | τον | σπόρο | τους | σπόρους |
| κλητική | σπόρε | σπόροι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σπόρος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σπόρος[1] < σπορ- + -ος, μεταπτωτική βαθμίδα θέματος σπερ- που απαντά στο σπείρω < *σπερ-jω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *)(s)pregh- (σπέρνω, τινάζω) [2]
Ουσιαστικό
σπόρος αρσενικό
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
σπορ-
σπορ-
θέμα με σπορ-
- αντίσπορος
- αποσποριά
- ασπορία
- ασπόριαστος
- άσπορος
- ένσπορος
- ξεσπόριασμα
- ξεσποριασμένος
- ξεσποριάζω, ξεσποριάζομαι
- ξέσπορος
- σπορά & σύνθετα
- σποράδην
- σποραδικός & συγγενικά
- σποράκι
- σποράτος
- σπορέας
- σπορείο
- σπόρι
- σπόρια
- σποριά
- σποριάζω
- σποριάς
- σποριασμένος
- σποριάρης
- σποριάρικος
- σπόριασμα
- σπορίδιο
- σπορικό
- σπορικός
- σπόρικος
- σπόριο
- σπόρισμα
- σπορίτης
- σύσπορος
→ και δείτε τη λέξη σπέρνω για θέμα σπερ-
Σύνθετα
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -σπορά στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -σπορος στο Βικιλεξικό
- λήγουν σε -σπορά, λήγουν σε -σπόρος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
και
- γεννοσπορώ
- καπνοσπορείο
- πολυσπόρια
- πολυσπορίτισσα
- σπορέλαιο
- σπορελαιουργείο
- σποριογένεση
- σποριοκάρπιο
- σποριοφόρος
- σποριόφυλλο
- σποριόφυτο
- σποροβλάστη
- σπορογονία
- σπορογόνος
- σποροδιαλογέας
- σπορόζωα
- σποροκαθαριστήριο
- σποροπαραγωγή
- σποροπαραγωγικός
- σποροσακούλα
Μεταφράσεις
σπόρος
|
Αναφορές
- σπόρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | σπόρος | οἱ | σπόροι |
| γενική | τοῦ | σπόρου | τῶν | σπόρων |
| δοτική | τῷ | σπόρῳ | τοῖς | σπόροις |
| αιτιατική | τὸν | σπόρον | τοὺς | σπόρους |
| κλητική ὦ! | σπόρε | σπόροι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σπόρω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | σπόροιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
σπόρος αρσενικό
- → ζητούμενο λήμμα
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- σπόρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σπόρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.