καφεζυθεστιατόριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | καφεζυθεστιατόριο | τα | καφεζυθεστιατόρια |
| γενική | του | καφεζυθεστιατόριου & καφεζυθεστιατορίου |
των | καφεζυθεστιατόριων & καφεζυθεστιατορίων |
| αιτιατική | το | καφεζυθεστιατόριο | τα | καφεζυθεστιατόρια |
| κλητική | καφεζυθεστιατόριο | καφεζυθεστιατόρια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καφεζυθεστιατόριο < καφε- + ζυθεστιατόριο
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.fe.zi.θe.sti.aˈto.ɾi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐φε‐ζυ‐θε‐στι‐α‐τό‐ρι‐ο
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις καφές, ζυθεστιατόριο, ζύθος και εστία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.