μέτριος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μέτριος | η | μέτρια | το | μέτριο |
| γενική | του | μέτριου | της | μέτριας | του | μέτριου |
| αιτιατική | τον | μέτριο | τη | μέτρια | το | μέτριο |
| κλητική | μέτριε | μέτρια | μέτριο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μέτριοι | οι | μέτριες | τα | μέτρια |
| γενική | των | μέτριων | των | μέτριων | των | μέτριων |
| αιτιατική | τους | μέτριους | τις | μέτριες | τα | μέτρια |
| κλητική | μέτριοι | μέτριες | μέτρια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
μέτριος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μέτριος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈme.tɾi.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μέ‐τρι‐οσ
Επίθετο
μέτριος, -α, -ο, συγκριτικός : μετριότερος, υπερθετικός : μετριότατος
- που βρίσκεται σε ένα μεσαίο επίπεδο ως προς την ποιότητα ή την αξία ή το μέγεθος, μεσαίος
- ↪ ένας άνδρας μετρίου αναστήματος
- (ειδικότερα) που δεν γίνεται με υπερβολή
- (κακόσημο) μάλλον χαμηλής ποιότητας ή αξίας, όχι ιδιαίτερα αξιόλογος
Συγγενικά
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Ουσιαστικό
μέτριος αρσενικό
- (για τον καφέ) ούτε γλυκός ούτε πικρός
- ↪ Παρακαλούμε, δύο μέτριους και έναν με ολίγη!
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | μέτριος | ἡ | μετρίᾱ & μέτριος |
τὸ | μέτριον |
| γενική | τοῦ | μετρίου | τῆς | μετρίᾱς & μετρίου |
τοῦ | μετρίου |
| δοτική | τῷ | μετρίῳ | τῇ | μετρίᾳ & μετρίῳ |
τῷ | μετρίῳ |
| αιτιατική | τὸν | μέτριον | τὴν | μετρίᾱν & μέτριον |
τὸ | μέτριον |
| κλητική ὦ! | μέτριε | μετρίᾱ & μέτριε |
μέτριον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | μέτριοι | αἱ | μέτριαι & μέτριοι |
τὰ | μέτριᾰ |
| γενική | τῶν | μετρίων | τῶν | μετρίων & μετρίων |
τῶν | μετρίων |
| δοτική | τοῖς | μετρίοις | ταῖς | μετρίαις & μετρίοις |
τοῖς | μετρίοις |
| αιτιατική | τοὺς | μετρίους | τὰς | μετρίᾱς & μετρίους |
τὰ | μέτριᾰ |
| κλητική ὦ! | μέτριοι | μέτριαι & μέτριοι |
μέτριᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μετρίω | τὼ | μετρίᾱ & μετρίω |
τὼ | μετρίω |
| γεν-δοτ | τοῖν | μετρίοιν | τοῖν | μετρίαιν & μετρίοιν |
τοῖν | μετρίοιν |
| Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος. | ||||||
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'δίκαιος' όπως «δίκαιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
μέτριος
- (αρχικά) που είναι σύμφωνος με το μέτρο, μέτριος
- (αργότερα) που δεν ξεχωρίζει από τον μέτριο
Συγγενικά
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
- μέτριος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μέτριος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.