ομοφυλόφιλο

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ομοφυλόφιλο

  1. αιτιατική ενικού του ομοφυλόφιλος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ομοφυλόφιλος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.