café

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

café < (άμεσο δάνειο) γαλλική café

Ουσιαστικό

café (en)



Γαλλικά (fr)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

café (fr)

  1. ο καφές
  2. το καφενείο, το καφέ, η καφετέρια, ο καφενές



Ολλανδικά (nl)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

café (nl) ουδέτερο



Πορτογαλικά (pt)

Ουσιαστικό

café (pt)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.