καφετζού

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καφετζού οι καφετζούδες
      γενική της καφετζούς των καφετζούδων
    αιτιατική την καφετζού τις καφετζούδες
     κλητική καφετζού καφετζούδες
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καφετζού < καφετζ(ής) + κατάληξη θηλυκού -ού

Ουσιαστικό

καφετζού θηλυκό

  1. (επάγγελμα) θηλυκό του καφετζής: η ιδιοκτήτρια ενός καφενείου
  2. (μεταφορικά) αυτή που προσπαθεί να μαντέψει τα μελλούμενα μέσα από το υπόλειμμα του καφέ στο φλιτζάνι
     δείτε  λέω τον καφέ

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε καφετζής

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.