ψήσιμο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψήσιμο τα ψησίματα
      γενική του ψησίματος των ψησιμάτων
    αιτιατική το ψήσιμο τα ψησίματα
     κλητική ψήσιμο ψησίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψήσιμο < ψήνω (αοριστικό θέμα ψησ- + -ιμο)

Ουσιαστικό

ψήσιμο ουδέτερο

  • η ενέργεια του ψήνω
    1. η παρασκευή φαγητού στο φούρνο ή στα κάρβουνα
      το καθιερωμένο πασχαλιάτικο ψήσιμο του οβελία
    2. η σωματική ταλαιπωρία που συνεπάγονται οι υψηλές θερμοκρασίες του περιβάλλοντος ή ο πυρετός
    3. η σκληραγώγηση
    4. η προσπάθεια να πείσεις κάποιον να προχωρήσει σε μια ενέργεια ή να συμφωνήσει σε κάτι
      θέλει ο γιος μου να πάρει κονσόλα τα Χριστούγεννα και μου έχει αρχίσει από τώρα το ψήσιμο
       συνώνυμα: ψηστήρι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.