σεκέρ παρέ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σεκέρ παρέ < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική شکرپاره (şekerpare) < περσική شکربوره (şakar-būre).[1] Συγγενή: τουρκική şekerpare.
Σεκέρ παρέ.

Πολυλεκτικός όρος

σεκέρ παρέ ουδέτερο άκλιτο

  • σεκερπαρέ

  • Şekerpare στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. şekerpare - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.