στρέφω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

στρέφω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στρέφω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *strebʰ-

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈstɾe.fo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στρέφω

Ρήμα

στρέφω, αόρ.: έστρεψα, παθ.φωνή: στρέφομαι, π.αόρ.: στράφηκα, μτχ.π.π.: στραμμένος

  1. γυρίζω κάποιον ή κάτι προς κάποια άλλη κατεύθυνση
  2. (μεταφορικά) αλλάζω τρόπο θέασης και προσέγγισης των πραγμάτων

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
στρεφ- στροφ- 

Σύνθετα

Κλίση

Παθητική φωνή λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  στρέφω   στρέφομαι 
Παρατατικός  ἔστρεφον   ἐστρεφόμην 
Μέλλοντας  στρέψω   στρέψομαι, στραφήσομαι 
Αόριστος  ἔστρεψα   ἐστρεψάμην, ἐστρέφθην, ἐστράφην 
Παρακείμενος  ἔστροφα   ἔστραμμαι 
Υπερσυντέλικος  ἐστράμμην 
Συντελ.Μέλλ.
δωρικός τύπος και ιωνικός τύπος παθ. αόρ. ἐστράφθην, επικός τύπος παρατατικός: στρέψασκον

Ετυμολογία

στρέφω < άγνωστης ετυμολογίας. Μεγάλη ποικιλία μεταπτωτικών βαθμίδων με εκφραστική εναλλαγή β, φ  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ρήμα

στρέφω

  1. στρέφω εδώ κι εκεί ή προς ένα μέρος, στρέφω, περιστρέφω, γυρίζω, στρίβω
  2. συστρέφω, στρίβω σχοινί
  3. στραμπουλώ, εξαρθρώνω
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 129.1-129.2
    συνήνεικε χρόνῳ οὐ πολλῷ ὕστερον βασιλέα Δαρεῖον ἐν ἄγρῃ θηρίων ἀποθρῴσκοντα ἀπ᾽ ἵππου στραφῆναι τὸν πόδα. καί κως ἰσχυροτέρως ἐστράφη· ὁ γάρ οἱ ἀστράγαλος ἐξεχώρησε ἐκ τῶν ἄρθρων.
    και δεν πέρασε πολύς καιρός όταν ο βασιλιάς Δαρείος, στο κυνήγι, πηδώντας από το άλογο, στραμπούλιξε το πόδι του: το στραμπούληγμα ήταν κάπως σοβαρό, γιατί ο αστράγαλος βγήκε από την κλείδωση.
    Μετάφραση (1992), Λ. Ζενάκος: @greeklanguage.gr
  4. (μεταφορικά) (για πόνο) συστρέφω, υποβάλλω σε βασανιστήρια, βασανίζω
  5. πλέκω, κλώθω, γνέθω
  6. (μεταφορικά) στριφογυρίζω κάτι στο μυαλό μου, σκέφτομαι
  7. παρεκτρέπω, σφετερίζομαι ξένα χρήματα, καταχρώμαι
  8. εξαπατώ, προκαλώ
  9. (για παλαιστές) ανατρέπω τον αντίπαλο
  10. (για στρατιώτες) κάνω στροφή ή μεταβολή, αλλάζω κατεύθυνση
  11. (στη μέση και παθητική φωνή) συστρέφομαι, περιστρέφομαι, στρέφομαι εδώ κι εκεί, στροφογυρνώ
  12. (στη μέση και παθητική φωνή) στρέφομαι προς τα πίσω, επιστρέφω, γυρίζω την πλάτη
      8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 12 (Μ. Τειχομαχία.), στίχ. 42(στίχοι 41-42)
    ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἂν ἔν τε κύνεσσι καὶ ἀνδράσι θηρευτῇσι | κάπριος ἠὲ λέων στρέφεται σθένεϊ βλεμεαίνων·
    Και σαν χοίρος ή λέοντας στην μέση ανδρών και σκύλων | σ᾽ αυτούς γυρίζει μ᾽ αίσθησιν της ρώμης του μεγάλην·
    Έμμετρη Μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς @greeklanguage.gr
  13. (στη μέση και παθητική φωνή) (για πράγματα) είμαι άφθονος
  14. (στη μέση και παθητική φωνή) (για παλαιστές) περιστρέφομαι προκειμένου να εξαπατήσω και να καταβάλω τον αντίπαλο
  15. (στη μέση και παθητική φωνή) (για ουράνια σώματα) περιστρέφομαι σε κυκλική τροχιά
      8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 5 (ε. Ἀπόπλους Ὀδυσσέως παρὰ Καλυψοῦς.), στίχ. 274
    ἥ τ᾽ αὐτοῦ στρέφεται καί τ᾽ Ὠρίωνα δοκεύει,
    δεν φεύγει από τη θέση της γυρίζοντας, μόνο παραμονεύει τον Ωρίωνα,
    Μετάφραση (2006): Δημήτρης Μαρωνίτης @greeklanguage.gr
  16. (στη μέση και παθητική φωνή) (για συζήτηση) παρεκκλίνω, δολιχοδρομώ, χρησιμοποιώ τεχνάσματα, μηχανορραφώ, χρονοτριβώ
  17. (στη μέση και παθητική φωνή) στρέφομαι αποκλειστικά σε κάτι, προσκολλώμαι σε κάτι
  18. (στη μέση και παθητική φωνή) περιφέρομαι, συχνάζω, συναναστρέφομαι
  19. (στη μέση και παθητική φωνή) μεταστρέφομαι, μετατρέπομαι
      5ος πκε αιώνας Σοφοκλής, Τραχίνιαι, 1134
    κἂν σοῦ στραφείη θυμός, εἰ τὸ πᾶν μάθοις.
    Μα και σένα θα γύριζε η καρδιά σου, αν θα μάθεις όλο το παν.
    Μετάφραση: Ι.Ν. Γρυπάρης @greeklanguage.gr
  20. (στη μέση φωνή) περιφέρω μαζί μου, λαμβάνω πίσω, ανακαλώ

  • δωρικός τύπος: στράφω
  • αιολικός τύπος: στροφῶ (και στρόφω)

Εκφράσεις

Συγγενικά

  • (Χρειάζεται επεξεργασία) κατά θέμα:

θέμα στραβ- στρεβ- στρεφ-μ > στρεμμ στρεπ- (στρεψ-)
θέμα στροβ-

  • παλινστρόβητος
  • περιστροβέω
  • ποινοστροβέομαι
  • στροβεία
  • στροβελόν
  • στροβεύς
  • στροβέω
  • στροβητός
  • στροβιλᾶς
  • στροβιλέα
  • στροβιλεϊνόν
  • στροβιλέω
  • στροβιλεών
  • στροβίλη
  • στροβίλινος
  • στροβίλιον
  • στροβιλίτης
  • στροβιλίζω
  • στροβιλοειδής
  • στρόβιλος
  • στροβιλός
  • στροβιλόω
  • στροβιλώδης
  • στροβόομαι
  • στρόβος
  • στροβύλος
  • συστροβιλέω
  • ὑποστροβέω

θέμα στρομβ-

  • στρομβεῖον
  • στρομβέω
  • στρόμβη
  • στρομβηδόν
  • στρόμβιλον
  • στρομβοειδής
  • στρόμβος
  • στρομβόω
  • στρομβώδης

θέμα στροφ- (δείτε τα συγγενικά και τα σύνθετά τους)

  • στροφαῖος
  • στροφάλιγξ
  • στροφαλίζω
  • στρόφαλος
  • στροφάς
  • στροφάω
  • στροφέας
  • στροφεῖον
  • στροφεύς
  • στροφέω
  • στρόφιγξ & συγγενικά
  • στροφίγγιον
  • στροφικός
  • στροφίολος
  • στρόφιον
  • στρόφιος
  • Στροφίος
  • Στρόφιος
  • στροφιοῦχος
  • στρόφις
  • στροφίς
  • στροφίσκος
  • στροφόομαι
  • στρόφος
  • στροφώδης
  • στρόφωμα
  • στροφωμάτιον
  • στροφωτήρ
  • στροφωτός

επίσης,  δείτε τη λέξη στρίβω

  • τὰ στρεφόμενα: λόγοι με διττή ερμηνεία

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.