στρέφω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- στρέφω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στρέφω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *strebʰ-
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈstɾe.fo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στρέ‐φω
Ρήμα
στρέφω, αόρ.: έστρεψα, παθ.φωνή: στρέφομαι, π.αόρ.: στράφηκα, μτχ.π.π.: στραμμένος
- γυρίζω κάποιον ή κάτι προς κάποια άλλη κατεύθυνση
- (μεταφορικά) αλλάζω τρόπο θέασης και προσέγγισης των πραγμάτων
Σύνθετα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | στρέφω | έστρεφα | θα στρέφω | να στρέφω | στρέφοντας | |
| β' ενικ. | στρέφεις | έστρεφες | θα στρέφεις | να στρέφεις | στρέφε | |
| γ' ενικ. | στρέφει | έστρεφε | θα στρέφει | να στρέφει | ||
| α' πληθ. | στρέφουμε | στρέφαμε | θα στρέφουμε | να στρέφουμε | ||
| β' πληθ. | στρέφετε | στρέφατε | θα στρέφετε | να στρέφετε | στρέφετε | |
| γ' πληθ. | στρέφουν(ε) | έστρεφαν στρέφαν(ε) |
θα στρέφουν(ε) | να στρέφουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | έστρεψα | θα στρέψω | να στρέψω | στρέψει | ||
| β' ενικ. | έστρεψες | θα στρέψεις | να στρέψεις | στρέψε | ||
| γ' ενικ. | έστρεψε | θα στρέψει | να στρέψει | |||
| α' πληθ. | στρέψαμε | θα στρέψουμε | να στρέψουμε | |||
| β' πληθ. | στρέψατε | θα στρέψετε | να στρέψετε | στρέψτε | ||
| γ' πληθ. | έστρεψαν στρέψαν(ε) |
θα στρέψουν(ε) | να στρέψουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω στρέψει | είχα στρέψει | θα έχω στρέψει | να έχω στρέψει | ||
| β' ενικ. | έχεις στρέψει | είχες στρέψει | θα έχεις στρέψει | να έχεις στρέψει | ||
| γ' ενικ. | έχει στρέψει | είχε στρέψει | θα έχει στρέψει | να έχει στρέψει | ||
| α' πληθ. | έχουμε στρέψει | είχαμε στρέψει | θα έχουμε στρέψει | να έχουμε στρέψει | ||
| β' πληθ. | έχετε στρέψει | είχατε στρέψει | θα έχετε στρέψει | να έχετε στρέψει | ||
| γ' πληθ. | έχουν στρέψει | είχαν στρέψει | θα έχουν στρέψει | να έχουν στρέψει |
| |
Παθητική φωνή → λείπει η κλίση
Πηγές
- στρέφω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- λήγουν σε -στρέφω - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
|---|---|---|
| Ενεστώτας | στρέφω | στρέφομαι |
| Παρατατικός | ἔστρεφον | ἐστρεφόμην |
| Μέλλοντας | στρέψω | στρέψομαι, στραφήσομαι |
| Αόριστος | ἔστρεψα | ἐστρεψάμην, ἐστρέφθην, ἐστράφην |
| Παρακείμενος | ἔστροφα | ἔστραμμαι |
| Υπερσυντέλικος | ἐστράμμην | |
| Συντελ.Μέλλ. | ||
| δωρικός τύπος και ιωνικός τύπος παθ. αόρ. ἐστράφθην, επικός τύπος παρατατικός: στρέψασκον | ||
Ετυμολογία
- στρέφω < άγνωστης ετυμολογίας. Μεγάλη ποικιλία μεταπτωτικών βαθμίδων με εκφραστική εναλλαγή β, φ • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ρήμα
στρέφω
- στρέφω εδώ κι εκεί ή προς ένα μέρος, στρέφω, περιστρέφω, γυρίζω, στρίβω
- συστρέφω, στρίβω σχοινί
- στραμπουλώ, εξαρθρώνω
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 129.1-129.2
- συνήνεικε χρόνῳ οὐ πολλῷ ὕστερον βασιλέα Δαρεῖον ἐν ἄγρῃ θηρίων ἀποθρῴσκοντα ἀπ᾽ ἵππου στραφῆναι τὸν πόδα. καί κως ἰσχυροτέρως ἐστράφη· ὁ γάρ οἱ ἀστράγαλος ἐξεχώρησε ἐκ τῶν ἄρθρων.
- και δεν πέρασε πολύς καιρός όταν ο βασιλιάς Δαρείος, στο κυνήγι, πηδώντας από το άλογο, στραμπούλιξε το πόδι του: το στραμπούληγμα ήταν κάπως σοβαρό, γιατί ο αστράγαλος βγήκε από την κλείδωση.
- Μετάφραση (1992), Λ. Ζενάκος: @greek‑language.gr
- (μεταφορικά) (για πόνο) συστρέφω, υποβάλλω σε βασανιστήρια, βασανίζω
- πλέκω, κλώθω, γνέθω
- (μεταφορικά) στριφογυρίζω κάτι στο μυαλό μου, σκέφτομαι
- παρεκτρέπω, σφετερίζομαι ξένα χρήματα, καταχρώμαι
- εξαπατώ, προκαλώ
- (για παλαιστές) ανατρέπω τον αντίπαλο
- (για στρατιώτες) κάνω στροφή ή μεταβολή, αλλάζω κατεύθυνση
- (στη μέση και παθητική φωνή) συστρέφομαι, περιστρέφομαι, στρέφομαι εδώ κι εκεί, στροφογυρνώ
- (στη μέση και παθητική φωνή) στρέφομαι προς τα πίσω, επιστρέφω, γυρίζω την πλάτη
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 12 (Μ. Τειχομαχία.), στίχ. 42(στίχοι 41-42)
- ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἂν ἔν τε κύνεσσι καὶ ἀνδράσι θηρευτῇσι | κάπριος ἠὲ λέων στρέφεται σθένεϊ βλεμεαίνων·
- Και σαν χοίρος ή λέοντας στην μέση ανδρών και σκύλων | σ᾽ αυτούς γυρίζει μ᾽ αίσθησιν της ρώμης του μεγάλην·
- Έμμετρη Μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς @greek‑language.gr
- ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἂν ἔν τε κύνεσσι καὶ ἀνδράσι θηρευτῇσι | κάπριος ἠὲ λέων στρέφεται σθένεϊ βλεμεαίνων·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 12 (Μ. Τειχομαχία.), στίχ. 42(στίχοι 41-42)
- (στη μέση και παθητική φωνή) (για πράγματα) είμαι άφθονος
- (στη μέση και παθητική φωνή) (για παλαιστές) περιστρέφομαι προκειμένου να εξαπατήσω και να καταβάλω τον αντίπαλο
- (στη μέση και παθητική φωνή) (για ουράνια σώματα) περιστρέφομαι σε κυκλική τροχιά
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 5 (ε. Ἀπόπλους Ὀδυσσέως παρὰ Καλυψοῦς.), στίχ. 274
- ἥ τ᾽ αὐτοῦ στρέφεται καί τ᾽ Ὠρίωνα δοκεύει,
- δεν φεύγει από τη θέση της γυρίζοντας, μόνο παραμονεύει τον Ωρίωνα,
- Μετάφραση (2006): Δημήτρης Μαρωνίτης @greek‑language.gr
- ἥ τ᾽ αὐτοῦ στρέφεται καί τ᾽ Ὠρίωνα δοκεύει,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 5 (ε. Ἀπόπλους Ὀδυσσέως παρὰ Καλυψοῦς.), στίχ. 274
- (στη μέση και παθητική φωνή) (για συζήτηση) παρεκκλίνω, δολιχοδρομώ, χρησιμοποιώ τεχνάσματα, μηχανορραφώ, χρονοτριβώ
- (στη μέση και παθητική φωνή) στρέφομαι αποκλειστικά σε κάτι, προσκολλώμαι σε κάτι
- (στη μέση και παθητική φωνή) περιφέρομαι, συχνάζω, συναναστρέφομαι
- (στη μέση και παθητική φωνή) μεταστρέφομαι, μετατρέπομαι
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘Σοφοκλής, Τραχίνιαι, 1134
- κἂν σοῦ στραφείη θυμός, εἰ τὸ πᾶν μάθοις.
- Μα και σένα θα γύριζε η καρδιά σου, αν θα μάθεις όλο το παν.
- Μετάφραση: Ι.Ν. Γρυπάρης @greek‑language.gr
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘Σοφοκλής, Τραχίνιαι, 1134
- (στη μέση φωνή) περιφέρω μαζί μου, λαμβάνω πίσω, ανακαλώ
- δωρικός τύπος : στράφω
- αιολικός τύπος : στροφῶ (και στρόφω)
Εκφράσεις
Συγγενικά
- (Χρειάζεται επεξεργασία) κατά θέμα:
θέμα στραβ- στρεβ- στρεφ-μ > στρεμμ στρεπ- (στρεψ-)
θέμα στροβ-
- παλινστρόβητος
- περιστροβέω
- ποινοστροβέομαι
- στροβεία
- στροβελόν
- στροβεύς
- στροβέω
- στροβητός
- στροβιλᾶς
- στροβιλέα
- στροβιλεϊνόν
- στροβιλέω
- στροβιλεών
- στροβίλη
- στροβίλινος
- στροβίλιον
- στροβιλίτης
- στροβιλίζω
- στροβιλοειδής
- στρόβιλος
- στροβιλός
- στροβιλόω
- στροβιλώδης
- στροβόομαι
- στρόβος
- στροβύλος
- συστροβιλέω
- ὑποστροβέω
θέμα στρομβ-
- στρομβεῖον
- στρομβέω
- στρόμβη
- στρομβηδόν
- στρόμβιλον
- στρομβοειδής
- στρόμβος
- στρομβόω
- στρομβώδης
θέμα στροφ- (δείτε τα συγγενικά και τα σύνθετά τους)
- περίπου 200 Λέξεις στροφ- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
- -στροφος Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -στροφος στο Βικιλεξικό
επίσης, → δείτε τη λέξη στρίβω
- τὰ στρεφόμενα: λόγοι με διττή ερμηνεία
Πηγές
- στρέφω - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- στρέφω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- στρέφω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.