μετοχή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μετοχή | οι | μετοχές |
| γενική | της | μετοχής | των | μετοχών |
| αιτιατική | τη | μετοχή | τις | μετοχές |
| κλητική | μετοχή | μετοχές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μετοχή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μετοχή (συμμετοχή) < μετέχω < μετά + ἔχω
- για την γραμματική: η σημασία από την ελληνιστική περίοδο
- για τα οικονομικά: σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική share[1][2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /me.toˈçi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐το‐χή
Ουσιαστικό
μετοχή θηλυκό
- (γραμματική) κλιτή λέξη που διαθέτει τις ιδιότητες του επιθέτου και του ρήματος, ένα είδος ρηματικού επιθέτου
- ↪ Η μετοχή λέγεται έτσι γιατί οι ιδιότητές της μετέχουν και στα δυο αυτά μέρη του λόγου.
- (οικονομία) χρηματικός τίτλος που αντιπροσωπεύει ένα μέρος του κεφαλαίου μιας επιχείρησης
- ↪ Η τιμή των μετοχών στο χρηματιστήριο πέφτει ή ανεβαίνει.
- ↪ Η μετοχή ΧΧ όχι μόνον ανέκαμψε, αλλά έκανε άλμα.
- (μεταφορικά) πέφτουν οι μετοχές μου: χάνω κύρος
- (μεταφορικά) ανεβαίνουν οι μετοχές μου: κερδίζω κύρος
- (σπάνιο) η πράξη του να λαμβάνει μέρος κάποιος σε κάτι, η συμμετοχή[3]
(γραμματική) νέα ελληνικά → δείτε το Παράρτημα:Επίθετα_και_μετοχές_(νέα_ελληνικά)/σημειώσεις#Μετοχές
- Είδη μετοχής: αιτιολογική, αναφορική, τροπική, υποθετική, χρονική
- επιθετική μετοχή, ουσιαστικοποιημένη μετοχή
- ρηματικό επίθετο με κατάληξη -τέος ή -τός
- Οι παθητικές μετοχές παρακειμένου της κοινής νεοελληνικής λήγουν σε -μένος (σε ρόλο ρηματικού επιθέτου) και οι ενεργητικές μετοχές ενεστώτα σε -οντας ή -ώντας (κατ' εξαίρεσιν άκλιτες, σε ρόλο επιρρήματος)
- Κατηγορία:Μετοχές (νέα ελληνικά) στο Βικιλεξικό
(γραμματική) αρχαία ελληνικά → δείτε Παράρτημα:Επίθετα και μετοχές (αρχαία ελληνικά)
- Στα αρχαία ελληνικά οι μετοχές είναι ενεργητικής και μεσοπαθητικής φωνής για τους χρόνους ενεστώτα, και παρακείμενο και μέσης & παθητικής φωνής για τους χρόνους μέλλοντα και αόριστο. Μερικές απ' αυτές χρησιμοποιούναι και στα νέα ελληνικά σε λόγιο ύφος.
- Κατηγορία:Μετοχές (αρχαία ελληνικά) στο Βικιλεξικό
(οικονομία)
- ανώνυμη μετοχή
- κοινή μετοχή
- ονομαστική μετοχή
- προνομιούχος μετοχή
- limit up, limid down
Μεταφράσεις
όρος της γραμματικής
όρος της οικονομίας
Αναφορές
- μετοχή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- μετοχή - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.