στρόφος
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- στρόφος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
στρόφος ,-ου αρσενικό
- ιμάντας, λουρί ή σχοινί, που χρησίμευε ως ζώνη όπου στερεωνόταν το ξίφος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 17 (ρ. Τηλεμάχου καὶ Ὀδυσσέως ἐπάνοδος εἰς Ἰθάκην.), στίχ. 198 (στίχοι 197-198)
- Ἦ ῥα καὶ ἀμφ᾽ ὤμοισιν ἀεικέα βάλλετο πήρην, | πυκνὰ ῥωγαλέην· ἐν δὲ στρόφος ἦεν ἀορτήρ.
- Μιλώντας, πέρασε στον ώμο βρώμικο δισάκι, | τρύπιο παντού και κρεμασμένο από σχοινί.
- Μετάφραση (2006): Δημήτρης Μαρωνίτης @greek‑language.gr
- Ἦ ῥα καὶ ἀμφ᾽ ὤμοισιν ἀεικέα βάλλετο πήρην, | πυκνὰ ῥωγαλέην· ἐν δὲ στρόφος ἦεν ἀορτήρ.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 17 (ρ. Τηλεμάχου καὶ Ὀδυσσέως ἐπάνοδος εἰς Ἰθάκην.), στίχ. 198 (στίχοι 197-198)
- (γενικότερα) σπάγγος, σχοινί
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 4 (Μελπομένη), 60.1
- τὸ μὲν ἱρήιον αὐτὸ ἐμπεποδισμένον τοὺς ἐμπροσθίους πόδας ἕστηκε, ὁ δὲ θύων ὄπισθε τοῦ κτήνεος ἑστεὼς σπάσας τὴν ἀρχὴν τοῦ στρόφου καταβάλλει μιν,
- το σφάγιο στέκεται όρθιο με τα μπροστινά του πόδια δεμένα, κι ο θύτης όρθιος πίσω από το ζώο τραβά απότομα την άκρη του σκοινιού και το ρίχνει καταγής·
- Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- τὸ μὲν ἱρήιον αὐτὸ ἐμπεποδισμένον τοὺς ἐμπροσθίους πόδας ἕστηκε, ὁ δὲ θύων ὄπισθε τοῦ κτήνεος ἑστεὼς σπάσας τὴν ἀρχὴν τοῦ στρόφου καταβάλλει μιν,
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 4 (Μελπομένη), 60.1
- στρόφια, ζώνη που φορούσαν οι νεαρές κοπέλες
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας, στίχ. 873 (872-873)
- δυσαδελφόταται πασῶν ὁπόσαι | στρόφον ἐσθῆσιν περιβάλλονται,
- Οϊμέ σεις αδερφές οι πιο δύστυχες μέσα σ᾽ όλες εκείνες | που δένουνε ζώστρα γύρω στη μέση τους,
- Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- δυσαδελφόταται πασῶν ὁπόσαι | στρόφον ἐσθῆσιν περιβάλλονται,
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας, στίχ. 873 (872-873)
- (ιατρική) κοιλόπονος, κολικός στομάχου
- ※ 5ος αιώνας πκε ⌘ Ἱπποκράτης, Περὶ παθῶν, (De affectionibus), κεφ. 48 @scaife.perseus
- Τῶν οἴνων καὶ οἱ γλυκέες καὶ οἱ αὐστηροὶ καὶ οἱ μελιχροὶ παλαιοὶ τὴν κοιλίην ὑπάγουσι μάλιστα καὶ διουρέονται καὶ τρέφουσι, καὶ οὔτε φῦσαν παρέχουσιν οὔτε στρόφον οὔτε πλησμονήν.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, θεσμοφοριάζουσαι, στίχ. 484 @scaife.perseus
- στρόφος μʼ ἔχει τὴν γαστέρ ὦνερ κὠδύνη·
- Μ' έπιασε κοιλόπονος, άντρα μου και πονάω
- στρόφος μʼ ἔχει τὴν γαστέρ ὦνερ κὠδύνη·
- ※ 5ος αιώνας πκε ⌘ Ἱπποκράτης, Περὶ παθῶν, (De affectionibus), κεφ. 48 @scaife.perseus
- φασκιά, ύφασμα που χρησίμευε ως σπάργανο βρέφους
Συγγενικά
- ἀδιάστροφος
- ἀείστροφος
- ἀγχίστροφος
- ἀλλοιόστροφος
- ἀμφίστροφος
- ἀνάστροφος
- ἀνδρόστροφος
- ἀνεμόστροφος
- ἀνεπίστροφος
- ἀνισόστροφος
- ἀνομοιόστροφος
- ἀντίστροφος
- ἀνυπόστροφος
- ἀπόστροφος
- ἀσπιδηστρόφος
- αὐτεπίστροφος
- αὐτόστροφος
- διάστροφος
- διδυμόστροφος
- δίστροφος
- δυσεπίστροφος
- ἔνστροφος
- ἐπίστροφος
- ἑτερόστροφος
- εὐανάστροφος
- εὐεπίστροφος
- εὐκατάστροφος
- εὐπερίστροφος
- εὔστροφος
- φιλεπίστροφος
- ἡνιόστροφος
- ἡνιοστρόφος
- ἰσόστροφος
- καλωστρόφος
- λινόστροφος
- μονόστροφος
- νεόστροφος
- νευροστρόφος
- ὁλόστροφος
- παλίνστροφος
- παναπόστροφος
- περίστροφος
- πολύστροφος
- στροφόομαι
- στροφοδινέομαι
- στροφοποιός
- σχοινιοστρόφος
- τανύστροφος
- τρίστροφος
- ὑπόστροφος
- ὠλενοστρόφος
- χορδοστρόφος
- χρυσόστροφος
- στρόφιον: υποκοριστικό του στρόφος
- Στρόφιος
- στρόφιος
- στροφιοῦχος
- στρόφις
- στροφίς
- στροφίσκος: υποκοριστικό του στρόφιον
→ και δείτε τη λέξη στρέφω
Πηγές
- στρόφος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- στρόφος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.