στρόφαλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στρόφαλος οι στρόφαλοι
      γενική του στρόφαλου
& στροφάλου
των στρόφαλων
& στροφάλων
    αιτιατική τον στρόφαλο τους στρόφαλους
& στροφάλους
     κλητική στρόφαλε στρόφαλοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Δείτε και το στρόφαλο (ουδέτερο).
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στρόφαλος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή στρόφαλος (σβούρα με σπάγγους για μαγικές τελετές) [1] < στρέφω
με κόκκινο χρώμα ο στρόφαλος (στροφαλοφόρος άξονας)

Ουσιαστικό

στρόφαλος αρσενικό

  1. εξάρτημα ή τμήμα εξαρτήματος που μετατρέπει την ευθύγραμμη παλινδρομική κίνηση σε κυκλική ή το αντίστροφο
  2. εξάρτημα ενός κινητήρα εσωτερικής καύσης που μετατρέπει την ευθύγραμμη παλιδρομική κίνηση του εμβόλου (πιστονιού) σε κυκλική
     συνώνυμα: στροφαλοφόρος άξονας

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.