στρόφιγξ

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
στροφιγγ-
ονομαστική στρόφιγξ οἱ στρόφιγγες
      γενική τοῦ στρόφιγγος τῶν στροφίγγων
      δοτική τῷ στρόφιγγ τοῖς στρόφιγξ(ν)
    αιτιατική τὸν στρόφιγγ τοὺς στρόφιγγᾰς
     κλητική ! στρόφιγξ στρόφιγγες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  στρόφιγγε
γεν-δοτ τοῖν  στροφίγγοιν
Στην ελληνιστική κοινή, θηλυκό (ίδια κλίση).
3η κλίση, Κατηγορία 'φάλαγξ' όπως «φάλαγξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στρόφιγξ, ήδη αρχαία κυπριακή δοτική ενικού so-to-ro-pi-ki (στρόφιγγι) < θέμα στροφ- (μεταπτωτική βαθμίδα του στρέφω) + -ιγξ [1]

Ουσιαστικό

στρόφιγξ αρσενικό (θηλυκό στην ελληνιστική κοινή)

  • άξονας περιστροφής όπως ένα αξόνιο ή πίρος γύρω απ' το οποίο περιστρέφεται κάτι
     δείτε τον πληθυντικό στρόφιγγες (ειδικοί μοχλοί)

Εκφράσεις

  • στρόφιγξ γλώττης (γλώσσα που κινείται με ευχέρεια, ευγλωττία)

Συγγενικά

  • στροφίγγιον (υποκοριστικό)

 και δείτε τη λέξη στρέφω, θέμα στροφ-

Αναφορές

  1. στρόφιγγα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.