στρόφιγξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| στροφιγγ- | |||||
| ονομαστική | ὁ | στρόφιγξ | οἱ | στρόφιγγες | |
| γενική | τοῦ | στρόφιγγος | τῶν | στροφίγγων | |
| δοτική | τῷ | στρόφιγγῐ | τοῖς | στρόφιγξῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὸν | στρόφιγγᾰ | τοὺς | στρόφιγγᾰς | |
| κλητική ὦ! | στρόφιγξ | στρόφιγγες | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | στρόφιγγε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | στροφίγγοιν | |||
| Στην ελληνιστική κοινή, θηλυκό (ίδια κλίση). | |||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'φάλαγξ' όπως «φάλαγξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- στρόφιγξ, ήδη αρχαία κυπριακή δοτική ενικού so-to-ro-pi-ki (στρόφιγγι) < θέμα στροφ- (μεταπτωτική βαθμίδα του στρέφω) + -ιγξ [1]
Ουσιαστικό
στρόφιγξ αρσενικό (θηλυκό στην ελληνιστική κοινή)
Εκφράσεις
- στρόφιγξ γλώττης (γλώσσα που κινείται με ευχέρεια, ευγλωττία)
- → δείτε νέα ελληνική: στρόφιγγα
Αναφορές
- στρόφιγγα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- στρόφιγξ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- στρόφιγξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.