δολιχοδρομώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- δολιχοδρομώ < αρχαία ελληνική δολιχοδρομέω / δολιχοδρομῶ < δόλιχος (<δολιχός) + δρόμος
Ρήμα
δολιχοδρομώ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | δολιχοδρομώ | δολιχοδρομούσα | θα δολιχοδρομώ | να δολιχοδρομώ | δολιχοδρομώντας | |
| β' ενικ. | δολιχοδρομείς | δολιχοδρομούσες | θα δολιχοδρομείς | να δολιχοδρομείς | (δολιχοδρόμει) | |
| γ' ενικ. | δολιχοδρομεί | δολιχοδρομούσε | θα δολιχοδρομεί | να δολιχοδρομεί | ||
| α' πληθ. | δολιχοδρομούμε | δολιχοδρομούσαμε | θα δολιχοδρομούμε | να δολιχοδρομούμε | ||
| β' πληθ. | δολιχοδρομείτε | δολιχοδρομούσατε | θα δολιχοδρομείτε | να δολιχοδρομείτε | δολιχοδρομείτε | |
| γ' πληθ. | δολιχοδρομούν(ε) | δολιχοδρομούσαν(ε) | θα δολιχοδρομούν(ε) | να δολιχοδρομούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | δολιχοδρόμησα | θα δολιχοδρομήσω | να δολιχοδρομήσω | δολιχοδρομήσει | ||
| β' ενικ. | δολιχοδρόμησες | θα δολιχοδρομήσεις | να δολιχοδρομήσεις | δολιχοδρόμησε | ||
| γ' ενικ. | δολιχοδρόμησε | θα δολιχοδρομήσει | να δολιχοδρομήσει | |||
| α' πληθ. | δολιχοδρομήσαμε | θα δολιχοδρομήσουμε | να δολιχοδρομήσουμε | |||
| β' πληθ. | δολιχοδρομήσατε | θα δολιχοδρομήσετε | να δολιχοδρομήσετε | δολιχοδρομήστε | ||
| γ' πληθ. | δολιχοδρόμησαν δολιχοδρομήσαν(ε) |
θα δολιχοδρομήσουν(ε) | να δολιχοδρομήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω δολιχοδρομήσει | είχα δολιχοδρομήσει | θα έχω δολιχοδρομήσει | να έχω δολιχοδρομήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις δολιχοδρομήσει | είχες δολιχοδρομήσει | θα έχεις δολιχοδρομήσει | να έχεις δολιχοδρομήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει δολιχοδρομήσει | είχε δολιχοδρομήσει | θα έχει δολιχοδρομήσει | να έχει δολιχοδρομήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε δολιχοδρομήσει | είχαμε δολιχοδρομήσει | θα έχουμε δολιχοδρομήσει | να έχουμε δολιχοδρομήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε δολιχοδρομήσει | είχατε δολιχοδρομήσει | θα έχετε δολιχοδρομήσει | να έχετε δολιχοδρομήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν δολιχοδρομήσει | είχαν δολιχοδρομήσει | θα έχουν δολιχοδρομήσει | να έχουν δολιχοδρομήσει |
| |
Μεταφράσεις
δολιχοδρομώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.