ανασκάπτω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ανασκάπτω < αρχαία ελληνική ἀνασκάπτω (καταστρέφω εκ θεμελίων)
Ρήμα
ανασκάπτω, πρτ.: ανέσκαπτα, στ.μέλλ.: θα ανασκάψω, αόρ.: ανέσκαψα, παθ.φωνή: ανασκάπτομαι, μτχ.π.π.: ανεσκαμμένοςμτχ ενεργ.ενεστ.ανασκάπτοντας
- κάνω ανασκαφές (η περίφραση είναι πλέον πιο συνήθης από το μονολεκτικό ρήμα), σκάβω για να βρω αρχαία η παλαιότερα αντικείμενα, λείψανα, οικοδομήματα
- Ανέσκαψαν ένα νεκροταφείο (βρήκαν δηλαδή με τις ανασκαφές ένα αρχαίο ή προϊστορικό νεκροταφείο)
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.