ανασκάπτω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ανασκάπτω < αρχαία ελληνική ἀνασκάπτω (καταστρέφω εκ θεμελίων)

Ρήμα

ανασκάπτω, πρτ.: ανέσκαπτα, στ.μέλλ.: θα ανασκάψω, αόρ.: ανέσκαψα, παθ.φωνή: ανασκάπτομαι, μτχ.π.π.: ανεσκαμμένοςμτχ ενεργ.ενεστ.ανασκάπτοντας

  1. κάνω ανασκαφές (η περίφραση είναι πλέον πιο συνήθης από το μονολεκτικό ρήμα), σκάβω για να βρω αρχαία η παλαιότερα αντικείμενα, λείψανα, οικοδομήματα
    Ανέσκαψαν ένα νεκροταφείο (βρήκαν δηλαδή με τις ανασκαφές ένα αρχαίο ή προϊστορικό νεκροταφείο)

Συγγενικά

Ταυτόσημο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.