γυρίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

γυρίζω < μεσαιωνική ελληνική γυρίζω < υποχωρητικό από το γῦρος

Ρήμα

γυρίζω

  1. (μεταβατικό) περιστρέφω, συστρέφω
  2. (αμετάβατο) περιστρέφομαι ή συστρέφομαι
  3. (αμετάβατο) επιστρέφω
  4. περιφέρομαι, ταξιδεύω, τριγυρίζω
    όλη μέρα σε έψαχνα. Μα πού γύριζες;
  5. (μεταβατικό) γυρίζω ανάποδα: αναστρέφω, αναποδογυρίζω
    • γυρίζω σελίδα: αλλάζω σελίδα, προχωρώ στην πίσω σελίδα του φύλλου που διαβάζω
  6. (για ρούχα) κάνω την εσωτερική επιφάνεια του ρούχου να φαίνεται εξωτερικά και αντιστρόφως
  7. μεταστρέφω
    του γύρισε τα μυαλά
  8. (στον κινηματογράφο) κινηματογραφώ, δημιουργώ μια κινηματογραφική ταινία και πιο συγκεκριμένα το στάδιο της λήψης σκηνών

Εκφράσεις

Συγγενικά

Σύνθετα
  • γυροτριγυρίζω
  • θαμπογυρίζω
  • καλογυρίζω
  • κλωθογυρίζω
  • κολογυρίζω
  • κοντογυρίζω
  • κοσμογυρίζω
  • κρυφογυρίζω
  • κυκλογυρίζω
  • λογογυρίζω
  • λοξογυρίζω
  • ματαγυρίζω
  • μισογυρίζω

Συνώνυμα

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.